- διβασικότητα
- Η παρουσία δύο ατόμων υδρογόνου στο μόριο ενός οξέος, τα οποία αντικαθίστανται από ένα μέταλλο για να σχηματιστεί ένα άλας. Ένα διβασικό οξύ μπορεί να δώσει ουδέτερα άλατα, όταν είναι δυνατόν να αντικατασταθούν και τα δύο άτομα υδρογόνου του, ή όξινα άλατα, όταν αντικαθίσταται μόνο το ένα. Τα οργανικά διβασικά οξέα ονομάζονται, ακριβέστερα, δικαρβοξυλικά οξέα, εφόσον ο αριθμός των ατόμων του υδρογόνου που μπορούν να αντικατασταθούν είναι ίσος με τον αριθμό των καρβοξυλίων που εμφανίζονται στο μόριό τους.
Dictionary of Greek. 2013.